- μπασίδι
- το1. η μπασιά2. τρόπος εισόδου3. παροιμ. «ο Χάρος μπασίδια έχει και βγαλσίδια δεν έχει» — τον Χάρο κανείς δεν μπορεί να τόν αποφύγει.[ΕΤΥΜΟΛ. < μπασιά + υποκορ. κατάλ. -ίδι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπασεβγασίδι — το κατώφλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπασίδι + βγασίδι] … Dictionary of Greek